- προγναθισμός
- ο, Νανθρωπολ. μορφή τού προσώπου κατά την οποία τα γναθικά οστά προβάλλουν προς τα εμπρός (α. «πλήρης προγναθισμός» — προγναθισμός που αφορά και τις δύο γνάθουςβ. «άνω προσωπικός γναθισμός» — γναθισμός που αφορά την άνω γνάθο και περιλαμβάνει ολόκληρο το οστό).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. prognathisme (< πρόγναθος + -ισμός*). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.