προγναθισμός

προγναθισμός
ο, Ν
ανθρωπολ. μορφή τού προσώπου κατά την οποία τα γναθικά οστά προβάλλουν προς τα εμπρός (α. «πλήρης προγναθισμός» — προγναθισμός που αφορά και τις δύο γνάθους
β. «άνω προσωπικός γναθισμός» — γναθισμός που αφορά την άνω γνάθο και περιλαμβάνει ολόκληρο το οστό).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. prognathisme (< πρόγναθος + -ισμός*). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακροκεφαλία — Παθολογική παραμόρφωση του κρανίου που προκαλείται από την πρόωρη συνοστέωση ορισμένων ραφών με αποτέλεσμα να αυξάνεται το ύψος του κεφαλιού και να αποκτά το κεφάλι σχήμα πυργοειδές. Η α., που πιθανώς οφείλεται σε ορμονικές διαταραχές,… …   Dictionary of Greek

  • επιγλωττίδα — Πτυχή από τένοντα πίσω από τη γλώσσα. Κρέμεται πάνω από την είσοδο στον λάρυγγα και προλαμβάνει την είσοδο σε αυτόν τροφής ή υγρών. επιγλωττίτιδα. Σοβαρή και ενίοτε μοιραία φλεγμονή της ε. (του ιστού που κρέμεται στο πίσω μέρος του λαιμού και… …   Dictionary of Greek

  • προγναθία — η, Ν [πρόγναθος] προγναθισμός …   Dictionary of Greek

  • σινάνθρωπος — Όνομα που έχει δοθεί σε ανθρώπινους τύπους που αποκαταστάθηκαν από απολιθώματα τα οποία ανευρέθηκαν στην Κίνα από το 1921 και χρονολογούνται από το κατώτερο πλειστόκαινο. Οι Ζντάσκυ και Άντερσον βρήκαν σ’ ένα σπήλαιο, πλούσιο σε ζωικά απολιθώματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”